Θεσσαλονίκη – Ακίνητα: 5+1 λόγοι που ανεβάζουν τις τιμές των ενοικίων

Θεσσαλονίκη – Ακίνητα: 5+1 λόγοι που ανεβάζουν τις τιμές των ενοικίων

Το κόστος της στέγασης έχει γίνει ασήκωτο βάρος – Αναπροσαρμογή μισθωμάτων με αυξήσεις έως 20% ζητούν ιδιοκτήτες.

Σε δυσβάσταχτο βάρος εξελίσσονται οι τιμές των ενοικίων για πολλούς Θεσσαλονικείς, ιδιαίτερα για τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους. Για τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα, η αναλογία ενοικίου – μισθού τείνει να γίνει απαγορευτική, όταν την ίδια ώρα τα σπίτια προς μίσθωση περιορίζονται συνεχώς.

Την ίδια ώρα σε πονοκέφαλο εξελίσσεται η εύρεση νέας κατοικίας για πολλούς Θεσσαλονικείς καθώς σε αρκετές περιπτώσεις πριν ακόμη λήξει το συμβόλαιο της μίσθωσης, οι ιδιοκτήτες τους ζητούν αναπροσαρμογή μισθώματος με μια γενναία αύξηση που σε κάποιες περιπτώσεις φτάνει το 20%(!).

Η άμεση ανάγκη για στέγαση, η συσσωρευμένη ζήτηση, ο περιορισμένος αριθμός νέων οικοδομών και κατά συνέπεια νέων κατοικιών προς μίσθωση και ταυτόχρονα η περιορισμένη χορήγηση νέων στεγαστικών δανείων από τα τραπεζικά ιδρύματα, σε συνάρτηση με τους χαμηλούς μισθούς και την αύξηση των εξόδων με έμμεσους ή και άμεσους φόρους και την ακρίβεια να εξελίσσεται σε Λερναία Ύδρα, οδηγούν στη σημερινή εικόνα της κτηματαγοράς αναφορικά με τις ενοικιάσεις.

Προσπαθούν να βγάλουν τα… σπασμένα των προηγούμενων ετών

Βασικό λόγο για τη ραγδαία αύξηση των ενοικίων αποτελεί η πολυετής υποαπόδοση των κατοικιών, που οδηγεί πλέον πολλούς ιδιοκτήτες να έχουν «παράλογες» απαιτήσεις, σε μια προσπάθεια να περιορίσουν τις ζημιές των προηγούμενων ετών κατά τη διάρκεια των οποίων είτε προχώρησαν, αναγκαστικά, σε μειώσεις μισθωμάτων, είτε δεν μπορούσαν να τα νοικιάσουν.

Οι επιπτώσεις των Airbnb

Η εμφάνιση και η πρόσκαιρη δυναμική επέλαση της βραχυχρόνιας μίσθωσης στη Θεσσαλονίκη, έδωσε ώθηση προς τα επάνω στις τιμές των διαμερισμάτων που ανήκουν στο «γκρουπ» των παραδοσιακών μισθώσεων, κυρίως μάλιστα σε  περιοχές όπου καταγράφεται έντονη τουριστική ή φοιτητική κίνηση. Κατά κύριο λόγο επηρεάστηκαν οι τιμές των μικρών διαμερισμάτων που προορίζονταν για φοιτητές και εργένηδες στην καρδιά της Θεσσαλονίκης. Με τη δυναμική επιστροφή της βραχυχρόνιας μίσθωσης, μετά από περίπου μια διετία κατά την οποία και λόγω του κορωνοϊού, είχε πέσει σε χειμερία νάρκη, οι τιμές των μικρών κατοικιών που αφορούν μακροχρόνιες μισθώσεις εκτιμάται πως θα συνεχίσουν να είναι τσιμπημένες και το επόμενο διάστημα. 

Εργασιακή ανασφάλεια

Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις Θεσσαλονικέων που επιλέγουν το ενοίκιο, καθώς η οικονομική στενότητα και η εργασιακή ανασφάλεια τούς κρατά «εγκλωβισμένους» αποτελώντας τροχοπέδη για τα όποια σχέδια για την απόκτηση κατοικίας.   

Περιορίστηκε η ιδιοκατοίκηση

Την περίοδο 2005 –  2021 το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στη χώρα μας υποχώρησε από το 84,6% στο 73,3%, χάνοντας 11,3 ποσοστιαίες μονάδες σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat. Τα εν λόγω στοιχεία καταγράφουν τις αρνητικές επιπτώσεις των μνημονιακών χρόνων στη χώρα μας. Δεν έλειψαν και οι περιπτώσεις που είτε πούλησαν, είτε έχασαν τις κατοικίες τους με συνέπεια να οδηγηθούν, αναπόφευκτα, στην ενοικίαση κατοικίας.

Κλειστές οι στρόφιγγες των τραπεζών για μία τουλάχιστον δεκαετία

Για μία τουλάχιστον δεκαετία οι τράπεζες περιόρισαν στο ελάχιστο τη χρηματοδότηση για την αγορά κατοικιών. Είναι χαρακτηριστικό πως το δεκάμηνο του 2019 τα νέα στεγαστικά δάνεια άγγιζαν τα 400 εκατ. ευρώ, όταν το 2005 οι εκδόσεις στεγαστικών δανείων έφταναν τα 17 δισ. ευρώ. Το 2021 άγγιξαν τα 900 εκατ. ευρώ ενώ το 2022 περί τα 1,4 δισ. ευρώ. Σημειώνεται πως τα τραπεζικά ιδρύματα, για τη χορήγηση στεγαστικού δανείου, ζητούν πλέον το 25%-30% της αξίας του ακινήτου ως ιδία συμμετοχή από τον δανειολήπτη, τη στιγμή που εν μέσω μνημονιακών χρόνων ελάχιστοι κατάφεραν να αποταμιεύσουν ποσά της τάξεως των 40.000-50.000 ευρώ (για αγορά ακινήτου αξίας 160.000 ευρώ).

Μειώθηκε η αγοραστική δύναμη

Η υποχώρηση της αγοραστικής δύναμης, περιόρισε τη ζήτηση για την αγορά κατοικίας. Καθίζηση έως 40% κατέγραψε το Ινστιτούτο Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών με εισόδημα έως 750 ευρώ τον μήνα, εξαιτίας της ακρίβειας. Τα στοιχεία που περιγράφονται στο σχετικό Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων δείχνουν ότι τον Σεπτέμβριο του 2022 η υποχώρηση της αγοραστικής δύναμης έφτασε το 19% για τον κατώτατο μισθό και περιορίστηκε από 9% έως 14% για εισοδήματα έως 1.100 ευρώ. Σύμφωνα με αναλυτές, κατά το διάστημα 2022-2024 η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών θα υποχωρήσει κατά 20%.