Πώς είναι η πραγματική ζωή των σύγχρονων κατασκόπων γένους θηλυκού; Τρία υψηλόβαθμα στελέχη της βρετανικής ΜΙ6 έδωσαν στους «Financial Times» μια σπάνια μαρτυρία εκ των έσω.
Η πεμπτουσία του επαγγέλματος του κατασκόπου είναι η μυστικότητα. Εκ φύσεως χαρακτηρίζεται από άδυτα, κλειστές πόρτες, απόρρητες διαδικασίες, συνεννοήσεις προορισμένες να μην αφήνουν ίχνη. Κατά κανόνα οι γνώσεις μας για τις λεπτομέρειές του προέρχονται από αποστάτες του χώρου και αφορούν τα πιο αδρά και λιγότερο κρίσιμα χαρακτηριστικά του – πολλές φορές, μάλιστα, περιγράφουν πρακτικές ή συμβάντα που ανήκουν ήδη στο παρελθόν. Είτε αντλεί κανείς τις παραστάσεις του από το αρχείο του Βασίλι Μιτρόκιν, σημαίνοντος στελέχους της KGB επί 30 χρόνια προτού αυτομολήσει στη Δύση το 1992, είτε από τη λογοτεχνία του Ιαν Φλέμινγκ και του Τζον Λε Καρέ, αυτό που βλέπει είναι μια μερική εικόνα περασμένη μέσα από διάφορα φίλτρα. Γι’ αυτό η σπάνια εξομολόγηση τριών υψηλόβαθμων πρακτόρων της βρετανικής MI6 στους «Financial Times» στις αρχές Δεκεμβρίου έχει ιδιαίτερη αξία: είναι μια σημερινή, εκ των έσω ματιά στην τέχνη της κατασκοπείας – και επιπλέον προέρχεται από τη γυναικεία σκοπιά.
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη σκέψη για να αντιληφθεί κανείς ότι το πεδίο είναι ανδροκρατούμενο. Στο Hall of Fame των μεγάλων παικτών του αθλήματος θα βρει κανείς πολλά ονόματα, όπως αυτά των Κιμ Φίλμπι, Ολεγκ Γκορντιέφσκι ή Ολντριτς Εϊμς, επιφανών διπλών πρακτόρων ή αποστατών του Ψυχρού Πολέμου, σπάνια όμως του άλλου φύλου.
Η πιο διακεκριμένη πληροφοριοδότρια στα διεθνή χρονικά είναι η Μάτα Χάρι, η ολλανδή χορεύτρια που εκτελέστηκε από τους Γάλλους ως κατάσκοπος των Γερμανών το 1917, στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Πρότυπο της femme fatale, ταιριάζει επίσης με το στερεότυπο που θέλει τη θηλυκή παρουσία να συγκινεί τον άνδρα με τα θέλγητρά της παρασύροντάς τον στην αμαρτία από τον καιρό του Αδάμ και της Εύας στον Παράδεισο ως εκείνον της Ρωσίδας Αννα Τσάπμαν και του κρυφού δικτύου κατασκόπων που ξεσκεπάστηκε στην Ουάσιγκτον το 2010. Τα «Bond Girls» είναι μια καλή προσέγγιση της θέσης της γυναίκας στο σύμπαν των μυστικών υπηρεσιών: η άποψη του Βέρνον Κελ, ιδρυτή της μετέπειτα MI5, ήταν «τις προτιμώ με ωραία πόδια»· η βαρόνη Μέτα Ράμσεϊ, μέλος της Βουλής των Λόρδων, επιτυχημένη διπλωμάτης και ακόμη πιο επιτυχημένη αξιωματούχος της Intelligence Service, έλεγε στην Ελεν Γουόρελ των «Financial Times» πως όταν στη δεκαετία του 1970 ανακάλυψε μια ικανότατη χειρίστρια πρακτόρων η απάντηση του ανωτέρου της ήταν «δεν ψάχνουμε για γυναίκες».
Μυθοπλασία και πραγματικότητα
Σύμφωνα με τη Γουόρελ, αυτό σήμερα έχει αλλάξει. Οι τρεις πληροφοριοδότριες που της μίλησαν υπό τον μανδύα της ανωνυμίας είναι υποδιευθύντριες της MI6 και λογοδοτούν μόνο στον «C» (όπως λέμε chief), τον επικεφαλής του οργανισμού. Η «Κάθι» είναι τομεάρχης επιχειρήσεων, η «Ρεμπέκα» τομεάρχης στρατηγικής, η «Εϊντα» τομεάρχης τεχνολογίας – το αντίστοιχο του «Q» του κινηματογραφικού Τζέιμς Μποντ. Στο αρχικό αυτό τελειώνει και κάθε ομοιότητα με τη μυθοπλαστική καθημερινότητα της δουλειάς του πράκτορα. Σύμφωνα με όσα περιγράφουν, ο κατάσκοπος είναι πρακτικά ένας άνθρωπος με δύο προσωπικότητες: «Mόνο τα στενότερα μέλη της οικογένειας επιτρέπεται να γνωρίζουν τον εργοδότη σου και ακόμη και εκείνοι δεν γνωρίζουν τα πάντα για τις καθημερινές σου δραστηριότητες». Για τους υπόλοιπους υπάρχουν διάφορα πειστικά άλλοθι, το συνηθέστερο των οποίων είναι η εργασία σε κάποιον κλάδο του υπουργείου Εξωτερικών (η πιο βαρετή δυνατή για να μην εξάπτεται η περιέργεια). Οι δύο ζωές δεν πρέπει να συναντηθούν. Ακόμη και μια διπλωματική υπάλληλος θα δυσκολευτεί να δικαιολογήσει την τακτική παρουσία 50.000 λιρών στην τσάντα της προορισμένων για την πληρωμή συνεργατών με μαύρο χρήμα. Οπως και με τους σούπερ ήρωες των κόμικς, όμως, η διπλή ταυτότητα ενίοτε αποκαλύπτεται: έξι διαφορετικά κινητά απαιτούν ιδιαίτερα ζωηρή φαντασία για να εξηγηθούν και, αν προκύψει κάτι έκτακτο στη διάρκεια ενός δείπνου και χρειαστεί να φύγεις αφήνοντας στους φίλους σου τα κλειδιά του σπιτιού σου, κάτι θα υποψιαστούν, λέει η «Κάθι».
Ο βίος της γυναίκας-κατασκόπου δεν είναι απλός. Αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με παραδοσιακές πρακτικές όπως οι παράνομες μετακινήσεις από χώρα σε χώρα, οι μεταμφιέσεις ή οι τακτικές εξοικείωσης με τον στόχο (αν και η «Κάθι» αναφέρει μια περίπτωση όπου απέτυχε οικτρά στην εκμάθηση γκολφ που απαιτούσαν οι περιστάσεις). Προκειμένου να μην περιπλακεί η προσέγγιση ενός άνδρα της άλλης πλευράς από το σεξουαλικό στοιχείο η πράκτορας είναι αναγκασμένη να αποκαλύψει την ταυτότητά της νωρίτερα από ό,τι ένας συνάδελφός της στην ίδια θέση, με όλους τους κινδύνους που μπορεί να συνεπάγεται κάτι τέτοιο. Πώς διαφεύγεις από αυτούς; Η «Εϊντα» καταθέτει ότι χρησιμοποιούσε μια ψυχολογική τεχνική που συνίσταται στην παραπομπή σε οικογενειακές συνδηλώσεις μιλώντας στον άλλον σαν να ήταν αδελφή ή κόρη του. Ωστόσο, η γυναικεία φύση μπορεί να επηρεάσει θετικά την έκβαση ενός διαλόγου: όταν ήταν κάποτε έγκυος, ανακάλυψε ότι ακόμη και σκληροί διαπραγματευτές έβλεπαν τα πράγματα από διαφορετική οπτική αν η συζήτηση ερχόταν στο θέμα των παιδιών και της θέσης τους στον μελλοντικό κόσμο. Ειρήσθω εν παρόδω, αντίθετα με τη φιλοτεχνημένη εικόνα του μοναχικού λύκου, ο εκάστοτε πράκτορας όχι μόνο έχει οικογένεια αλλά αυτή αποτελεί το προκάλυμμά του και οφείλει να προβαίνει σε αστραπιαίους υπολογισμούς για το αν και κατά πόσον το γεγονός αυτό μπορεί να τον ωφελήσει τη δεδομένη στιγμή χωρίς να εκθέσει την ίδια σε κίνδυνο. Μικροπροβλήματα δεν αποφεύγονται, πάντως. Κάποτε στην «Εϊντα» παραχωρήθηκε ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο. Εγινε «ο πρώτος πράκτορας της υπηρεσίας που ρώτησε πού βρίσκονται οι υποδοχές Isofix για να συνδέσει το καθισματάκι του μωρού».
Πόρρω απέχοντας από την εντυπωσιοθηρία των ειδικών εφέ που καθιστούν τον Τζέιμς Μποντ, τον Τζέισον Μπορν ή ακόμη και τον άχρωμο, υποτίθεται, Τζορτζ Σμάιλι του Γκάρι Ολντμαν στο «Tinker Tailor Soldier Spy» (2011) δημοφιλείς στο κινηματογραφικό κοινό, η γοητεία του έργου του κατασκόπου έγκειται στη διανοητική πρόκληση. Κατά τη «Ρεμπέκα», όλη η «μαγεία» είναι «η ανακάλυψη των κομματιών που λείπουν από το παζλ, τα αποσπάσματα των πληροφοριών που εξηγούν γιατί χώρες πράττουν όπως πράττουν ή συγκεκριμένοι εχθρικοί ηγέτες έχουν τις προθέσεις που έχουν». Η διαδικασία που περιγράφει στοχεύει στην απάλειψη της τυχαιότητας. Για να πραγματοποιηθεί η προκαταρκτική επικοινωνία με μια πηγή, για παράδειγμα, προηγείται η γνωμάτευση από ομάδες που καθορίζουν τις προτεραιότητες· η αναδίφηση σε terabyte υλικού έως ότου εντοπιστεί ο «φωτεινός στόχος» που δεν διαθέτει μόνο την κατάλληλη πρόσβαση αλλά και το κατάλληλο κίνητρο· η εκπόνηση μιας στρατηγικής προσέγγισης· η ανάλυση κινδύνου· η επιλογή του ταιριαστού πράκτορα· η επιβεβαίωση της ορθής στιγμής για την επαφή· η δημιουργία των απαραίτητων δυνητικών μεταμφιέσεων από επαγγελματίες ηθοποιούς.
Αν και οι περιορισμοί του φύλου τείνουν να εκλείψουν, το γεγονός παραμένει ότι σε έναν αιώνα λειτουργίας η MI6 δεν διέθετε ποτέ γυναίκα επικεφαλής και παρά τη σημερινή ανέλιξή τους στις τρεις από τις τέσσερις υποδιευθυντικές θέσεις τίποτε δεν εγγυάται ότι κάποια από αυτές θα είναι η επόμενη «C». Η Γουόλερ σημειώνει πως το ποσοστό των γυναικών εργαζομένων στην MI6 είναι 37%, ενώ στην ΜΙ5, την υπηρεσία αντικατασκοπείας, 47%. Μισθολογική διαφορά υπέρ των ανδρών υπάρχει επίσης και στις δύο – 7% για την ΜΙ6, 19% για την ΜΙ5. Τα ανώτερα κλιμάκια έχουν τουλάχιστον συνειδητοποιήσει ως έναν βαθμό την ανάγκη σύμπλευσης με τη σύνθεση της κοινωνίας. Εξ ου και η «Ρεμπέκα» τονίζει τη σημασία της έμφυλης, εθνοτικής, κοινωνικής διαφοροποίησης. Η ΜΙ6 αναζητεί πλέον επίσημα γυναίκες πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και έφτασε στο σημείο να αναρτήσει διαφημίσεις σε ένα μεγάλο φόρουμ γονέων στο Διαδίκτυο. Τι θα μπορούσε να τις προσελκύσει σε ένα τέτοιο επάγγελμα; Να ένα σημείο που οι δυνατές απαντήσεις δεν διαφέρουν από όσα υπαινίσσεται για το ζήτημα η κατασκοπική γραμματεία. «Κάθεσαι στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου και αναρωτιέσαι ποιος θα είναι αυτός που θα χτυπήσει την πόρτα, θα είναι αυτός που περιμένεις και ελπίζεις ή θα είναι, ας πούμε, η τοπική Αστυνομία;», λέει η «Ρεμπέκα». Αυτό το είδος της έξαψης, ένα συναίσθημα στο ευρύ φάσμα μεταξύ ανησυχίας και έντασης, είναι η κινητήρια δύναμη του βίου ενός πράκτορα. «Είχα άσχημες μέρες», καταλήγει η «Ρεμπέκα», «αλλά ούτε μία βαρετή».